γιαρμάς

γιαρμάς
ο
1. ποικιλία ροδακινιάς (καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή Βέροιας και Νάουσας τής Δυτ. Μακεδονίας)
2. ο καρπός τού δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < τουρκ. yarma < (ρ.) yarmak «σχίζω, χωρίζω στα δύο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γιαρμάς — ο (λ. τουρκ.), είδος ροδάκινου από το οποίο αφαιρείται εύκολα το κουκούτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”